ὁρμητίας

ὁρμητίας
ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας
masc acc pl
ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορμητίας — ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ) 1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός 2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ὁρμητίαι — ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητίαν — ὁρμητίᾱν , ὁρμητίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὁρμητίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητίᾳ — ὁρμητίαι , ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”